στραβόξυλο

στραβόξυλο
το, Ν
1. ξύλο που δεν είναι ίσιο
2. κοινή ονομασία ξύλου που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τού σκελετού πλοίου, ο νομέας
3. μτφ. άνθρωπος δύστροπος, πεισματάρης, ανάποδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + ξύλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραβόξυλο — το 1. στραβό ξύλο: Δεν κάνουν αυτά τα στραβόξυλα γι αυτή τη δουλειά. 2. άνθρωπος δύστροπος, πεισματάρης: Αυτό το παιδί είναι στραβόξυλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Oréstis Láskos — (grec moderne : Ορέστης Λάσκος) né à Éleusis le 11 novembre 1907 et mort à Athènes le 17 octobre 1992 était un poète, acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie …   Wikipédia en Français

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβοξυλιά — η, Ν [στραβόξυλο] 1. ισχυρογνωμοσύνη 2. ενέργεια που δείχνει δύστροπο άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • Γκιωνάκης, Γιάννης — (Αθήνα 1922 – 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης και στο Εθνικό Ωδείο. Το 1944 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο Ο τελευταίος ασπροκόρακας του Αλ. Σολομού και το 1945 άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • Νικολαΐδης, Νίκος — (Λευκωσία 1884 – Κάιρο 1956). Κύπριος πεζογράφος. Ο N., θεωρείται κορυφαίος Κύπριος πεζογράφος και μια σημαντική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα πρώτα χρόνια του έζησε με στερήσεις. Φύση ωστόσο ανήσυχη, ξεκίνησε το 1908 από το νησί του για… …   Dictionary of Greek

  • Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… …   Dictionary of Greek

  • ναλέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ουδ. ικο ο δύστροπος, ο κακότροπος, ο ανάποδος, αλλ. τζαναμπέτης, στραβόξυλο: Παράτα τον, είναι ναλέτης αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”